- σατυρίαση
- [-ις (-εως)] η мед. сатириаз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σατυρίαση — (Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων… … Dictionary of Greek
σατυρίαση — η 1. παθολογική σεξουαλική ορμή. 2. γυναικομανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
οργασμός — (Ιατρ.). Φυσική γενετήσια ορμή. Ο ο. θεωρείται φυσιολογικός, εφόσον εκδηλώνεται σε λογικά όρια. Ο υπερβολικός ο. στους άντρες αποκαλείται πριαπισμός ή σατυρίαση και οφείλεται στην υπερλειτουργία των αδένων της που συντονίζουν τη γενετήσια… … Dictionary of Greek
σατυριακός — ή, όν, Α [σατυριῶ] 1. αυτός που προκαλεί σατυρίαση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σατυριακή ονομασία αντιδότου … Dictionary of Greek
σατυριασμός — ο, ΝΑ [σατυριῶ] η σατυρίαση … Dictionary of Greek
σατυρισμός — ὁ, Α [σατυρίζω (Ι)] η σατυρίαση … Dictionary of Greek
σατυριώ — άω, Α πάσχω από σατυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + επίθημα ιῶ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] … Dictionary of Greek